μεσοβέζικος

μεσοβέζικος
-η, -ο
1. (για άνεμο) ενδιάμεσος
2. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο ασταθής, ο αμφίρροπος, ο ταλαντευόμενος
3. ασαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. mezo-vento «ενδιάμεσος άνεμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοβέζικος — η, ο (λ. βενετ.) 1. ο ενδιάμεσος άνεμος (ΒΑ, ΝΔ κτλ.). 2. μτφ., ασαφής: Μου φέρθηκε με μεσοβέζικο τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”